καλοχώνευτος

καλοχώνευτος
η , ο
1) удобоваримый (о пище); 2) легко усваиваемый (о знаниях и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καλοχώνευτος" в других словарях:

  • καλοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) εύπεπτος, χωνευτικός, ελαφρός 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που γίνεται εύκολα δεκτός από άλλους, ευχάριστος β) (για θεωρίες, ιδέες, για περιεχόμενο συγγραμμάτων και για συγγραφείς) αυτός που κατανοείται εύκολα, εύληπτος,… …   Dictionary of Greek

  • καλοχώνευτος, -η — ο ευκολοχώνευτος, χωνευτικός: Θέλει να τρώει καλοχώνευτες τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι, που χωνεύει καλά ό,τι και αν φάει 2. (για τροφές και ποτά) εύπεπτος, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος, ελαφρός 3. μτφ. ανεκτικός, συγκαταβατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στόμαχος / στομάχι] …   Dictionary of Greek

  • καλοστόμαχος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό στομάχι: Ό,τι και να τρώει δεν παθαίνει τίποτε, είναι καλοστόμαχος. 2. καλοχώνευτος, ελαφρύς: Η τροφή αυτή είναι καλοστόμαχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωνευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χώνεψη των μετάλλων. 2. αυτός που διευκολύνει την πέψη, καλοχώνευτος, ευκολοχώνευτος: Η περιοχή αυτή έχει χωνευτικό νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»